αφαιρούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αφαιρούμαι < παθητική φωνή του ρήματος αφαιρώ
Ρήμα
αφαιρούμαι
- με αφαιρούν
- του αφαιρέθηκαν τα πολιτικά δικαιώματα (= του τα στέρησαν)
- αφαιρέθηκε ένα μέρος της διδακτάς ύλης (= η ύλη μειώθηκε)
- αν αφαιρεθεί το 2 από το 3 μένει υπόλοιπο 1 (για την αριθμητική πράξη)
- αφαιρέθηκε ένα μεγάλο ποσό από το χρηματοκιβώτιο (= κλάπηκε)
- για την προσοχή
- βρίσκομαι σε μια κατάσταση όπου η προσοχή μου δεν είναι πια συγκεντρωμένη σε αυτό με το οποίο πρέπει να ασχοληθώ
- αφαιρέθηκα την ώρα του μαθήματος και δεν πρόσεξα τη λύση της άσκησης
- είμαι ολότελα απορροφημένος από αυτό που κάνω, ώστε δεν δίνω προσοχή σε κανένα άλλο εξωτερικό ερέθισμα
- αφαιρέθηκα τελείως με τη λύση της άσκησης και δεν κατάλαβα ότι χτύπησε το κουδούνι για διάλειμμα
- βρίσκομαι σε μια κατάσταση όπου η προσοχή μου δεν είναι πια συγκεντρωμένη σε αυτό με το οποίο πρέπει να ασχοληθώ
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αφαιρώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.