αφηρημένη

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αφηρημένη

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αφηρημένος
    αφηρημένη τέχνη

Ομώνυμα / Ομόηχα

Πολυλεκτικοί όροι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.