αφηρημάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφηρημάδα οι αφηρημάδες
      γενική της αφηρημάδας των αφηρημάδων
    αιτιατική την αφηρημάδα τις αφηρημάδες
     κλητική αφηρημάδα αφηρημάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αφηρημάδα < (ελληνιστική κοινή) αφηρημάς μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική abstraction

Ουσιαστικό

αφηρημάδα θηλυκό

  1. η κατάσταση στην οποία περιέρχεται ο μη συγκεντρωμένος, ο αφηρημένος
    έκανα λάθη από αφηρημάδα
  2. οποιαδήποτε απρόσεκτη και επιπόλαιη πράξη

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.