αρετή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αρετή | οι | αρετές |
| γενική | της | αρετής | των | αρετών |
| αιτιατική | την | αρετή | τις | αρετές |
| κλητική | αρετή | αρετές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρετή < αρχαία ελληνική ἀρετή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.