αρετή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρετή οι αρετές
      γενική της αρετής των αρετών
    αιτιατική την αρετή τις αρετές
     κλητική αρετή αρετές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρετή < αρχαία ελληνική ἀρετή

Ουσιαστικό

αρετή θηλυκό

  1. η ηθική, η σωφροσύνη
  2. το χάρισμα, το ταλέντο, το επιθυμητό χαρακτηριστικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.