ατομικιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ατομικιστής | οι | ατομικιστές |
| γενική | του | ατομικιστή | των | ατομικιστών |
| αιτιατική | τον | ατομικιστή | τους | ατομικιστές |
| κλητική | ατομικιστή | ατομικιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ατομικιστής < ατομικισμός + -ιστής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική individualiste)
Ουσιαστικό
ατομικιστής αρσενικό (θηλυκό: ατομικίστρια)
- άλλη μορφή του ατομιστής
- αυτός που είναι οπαδός της ατομοκρατίας
Συγγενικά
- ατομικίστρια
- ατομικιστικά
- ατομικιστικός
- → δείτε τις λέξεις ατομισμός, άτομο και τέμνω
Μεταφράσεις
ατομικιστής
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.