αλτρουιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλτρουιστής οι αλτρουιστές
      γενική του αλτρουιστή των αλτρουιστών
    αιτιατική τον αλτρουιστή τους αλτρουιστές
     κλητική αλτρουιστή αλτρουιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλτρουιστής < αλτρουισμός

Ουσιαστικό

αλτρουιστής αρσενικό, αλτρουίστρια θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.