ατομικισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ατομικισμός οι ατομικισμοί
      γενική του ατομικισμού των ατομικισμών
    αιτιατική τον ατομικισμό τους ατομικισμούς
     κλητική ατομικισμέ ατομικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ατομικισμός < ατομικός + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική individualisme)

Ουσιαστικό

ατομικισμός αρσενικό

  1. (λόγιο) η μονομερής προσήλωση του ατόμου στον εαυτό του και τα δικά του συμφέροντα
  2. (λόγιο) θεωρία που προβάλλει την αξία του ατόμου, έναντι του κοινωνικού συνόλου

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.