ιδιοτελής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιδιοτελής | η | ιδιοτελής | το | ιδιοτελές |
| γενική | του | ιδιοτελούς* | της | ιδιοτελούς | του | ιδιοτελούς |
| αιτιατική | τον | ιδιοτελή | την | ιδιοτελή | το | ιδιοτελές |
| κλητική | ιδιοτελή(ς) | ιδιοτελής | ιδιοτελές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιδιοτελείς | οι | ιδιοτελείς | τα | ιδιοτελή |
| γενική | των | ιδιοτελών | των | ιδιοτελών | των | ιδιοτελών |
| αιτιατική | τους | ιδιοτελείς | τις | ιδιοτελείς | τα | ιδιοτελή |
| κλητική | ιδιοτελείς | ιδιοτελείς | ιδιοτελή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ιδιοτελής -ής -ές
- που ενεργεί με γνώμονα το προσωπικό του συμφέρον
- που γίνεται αποσκοπώντας στην εξυπηρέτηση προσωπικών συμφερόντων
- ιδιοτελής πράξη
Συγγενικά
- ανιδιοτέλεια
- ανιδιοτελής
- ανιδιοτελώς
- ιδιοτέλεια
- ιδιοτελώς
- → δείτε τις λέξεις ίδιος και τέλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.