ιδιοτελής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιδιοτελής η ιδιοτελής το ιδιοτελές
      γενική του ιδιοτελούς* της ιδιοτελούς του ιδιοτελούς
    αιτιατική τον ιδιοτελή την ιδιοτελή το ιδιοτελές
     κλητική ιδιοτελή(ς) ιδιοτελής ιδιοτελές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιδιοτελείς οι ιδιοτελείς τα ιδιοτελή
      γενική των ιδιοτελών των ιδιοτελών των ιδιοτελών
    αιτιατική τους ιδιοτελείς τις ιδιοτελείς τα ιδιοτελή
     κλητική ιδιοτελείς ιδιοτελείς ιδιοτελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ιδιοτελής < ίδιος + -ο- + τέλος + -ής < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική eigennützig

Επίθετο

ιδιοτελής -ής -ές

  1. που ενεργεί με γνώμονα το προσωπικό του συμφέρον
     συνώνυμα: συμφεροντολόγος, υστερόβουλος
     αντώνυμα: ανιδιοτελής, ανυστερόβουλος
  2. που γίνεται αποσκοπώντας στην εξυπηρέτηση προσωπικών συμφερόντων
    ιδιοτελής πράξη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.