ατομισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ατομισμός οι ατομισμοί
      γενική του ατομισμού των ατομισμών
    αιτιατική τον ατομισμό τους ατομισμούς
     κλητική ατομισμέ ατομισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ατομισμός < άτομο + -ισμός

Ουσιαστικό

ατομισμός αρσενικό

  • η αντίληψη σύμφωνα με την οποία η κοινωνία αποτελείται κατά κύριο λόγο από ένα σύνολο ιδιοτελών ατόμων παρά από διάφορες κοινωνικές ομάδες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.