φιλοτομαριστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φιλοτομαριστής | οι | φιλοτομαριστές |
| γενική | του | φιλοτομαριστή | των | φιλοτομαριστών |
| αιτιατική | τον | φιλοτομαριστή | τους | φιλοτομαριστές |
| κλητική | φιλοτομαριστή | φιλοτομαριστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φιλοτομαριστής αρσενικό
- που νοιάζεται μόνον για τα προσωπικά του συμφέροντα, την δική του ζωή αποκλειστικά, που βάζει πάνω από όλα τον εαυτο του ή το τομάρι του
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.