ἄρρην
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ἀρρεν- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄρρην | τὸ | ἄρρεν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἄρρενος | τοῦ | ἄρρενος | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἄρρενῐ | τῷ | ἄρρενῐ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄρρενᾰ | τὸ | ἄρρεν | ||
| κλητική ὦ! | ἄρρεν | ἄρρεν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἄρρενες | τὰ | ἄρρενᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀρρένων | τῶν | ἀρρένων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἄρρεσῐ(ν) | τοῖς | ἄρρεσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἄρρενᾰς | τὰ | ἄρρενᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἄρρενες | ἄρρενᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄρρενε | τὼ | ἄρρενε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀρρένοιν | τοῖν | ἀρρένοιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ἄρρην' όπως «ἄρρην» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἄρρην < ἄρσην με … • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
ἄρρην, -ην, -εν
Πηγές
- ἄρσην - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄρρην, ἄρσην - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.