άρρην
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- άρρην < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄρρην, τύπος του ἄρσην - ιωνικός, αιολικός, κρητικός τύπος : ἔρσην / ἔρση (δροσιά)
Επίθετο
άρρην αρσενικό, άρρην θηλυκό, άρρεν ουδέτερο (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἄρρην)
- (λόγιο) αρσενικός
- ↪ τα θήλεα άνθη φέρουν μόνο ύπερο, ενώ τα άρρενα φέρουν στήμονες
- ↪ Γυμνάσιο αρρένων
- ↪ Εγεννήθη άρρην απόγονος του Αυτοκράτορος.
Αντώνυμα
- θήλυς → δείτε και τη λέξη θῆλυς (αρχαία ελληνική)
Μεταφράσεις
άρρην
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.