σερνικοβότανο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σερνικοβότανο τα σερνικοβότανα
      γενική του σερνικοβότανου των σερνικοβότανων
    αιτιατική το σερνικοβότανο τα σερνικοβότανα
     κλητική σερνικοβότανο σερνικοβότανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σερνικοβότανο < σερνικός + βότανο.

Ουσιαστικό

Orchis papilionacea (σερνικοβότανο).

σερνικοβότανο ουδέτερο

  • άλλο όνομα για το βότανο μανδραγόρας, (είδος ορχιδέας) το οποίο υποτίθεται ότι ευνοεί τη σύλληψη ή τη γέννηση αρσενικών παιδιών. Η διπλοκόνδυλη ρίζα του μοιάζει με τα γεννητικά όργανα του άνδρα (σε αυτό το γεγονός οφείλεται και η ονομασία ορχιδέα < όρχις).
Σε μερικά χωριά έδιναν στην έγκυο να φάει σερνικοβότανο για να γεννήσει αγόρι. Άλλοι πάλι πίστευαν ότι ο πατέρας ήταν αυτός που έπρεπε να φάει μεγάλους και νεαρούς κονδύλους, ενώ αν η μητέρα έτρωγε μικρούς κονδύλους τότε το παιδί θα γεννιόταν θηλυκό.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.