αρμοστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρμοστός η αρμοστή το αρμοστό
      γενική του αρμοστού της αρμοστής του αρμοστού
    αιτιατική τον αρμοστό την αρμοστή το αρμοστό
     κλητική αρμοστέ αρμοστή αρμοστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρμοστοί οι αρμοστές τα αρμοστά
      γενική των αρμοστών των αρμοστών των αρμοστών
    αιτιατική τους αρμοστούς τις αρμοστές τα αρμοστά
     κλητική αρμοστοί αρμοστές αρμοστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρμοστός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἁρμοστός (συνδεδεμένος, καλά ταιριαγμένος)[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε (αρμόζω) αρμοσ- + -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾ.moˈstos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρμοστός

Επίθετο

αρμοστός, -ή, -ό

  1. που αρμόζει, που ταιριάζει
     συνώνυμα: ταιριαστός, κατάλληλος, αρμόζων, πρέπων
     αντώνυμα: ασυνάρμοστος[2], ανάρμοστος, αταίριαστος
  2. ο καλά προσαρμοζόμενος ή προσαρμοσμένος[3]
  3. εφαρμοστός[2]
  4. με διασυνδετικό μηχανισμό ή άρμοση[2]
    αρμοστή κατασκευή
      το δοξάρι απίθωσε στο χώμα, γέρνοντάς το / στο γυαλιστό, αρμοστό πορτόφυλλο (μετάφραση: Καζαντζάκης, Νίκος - Κακριδής, Ιωάννης των στίχων 136137, της 'Οδύσσειας' του Ομήρου)
  5. (ποίηση, σπάνιο) αρραβωνιασμένος[2]

Συγγενικά

και

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. αρμοστός - Γεωργακάς, Δημήτριος Ι. A Modern Greek-English Dictionary (Νεοελληνικό-Αγγλικό Λεξικό) στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, γράμμα 'Α'
  3. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.