άρμοση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άρμοση οι αρμόσεις
      γενική της άρμοσης* των αρμόσεων
    αιτιατική την άρμοση τις αρμόσεις
     κλητική άρμοση αρμόσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αρμόσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άρμοση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

άρμοση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.