αρμόζων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρμόζων
& αρμόζοντας
η αρμόζουσα το αρμόζον
      γενική του αρμόζοντος
& αρμόζοντα
της αρμόζουσας
& αρμοζούσης*
του αρμόζοντος
    αιτιατική τον αρμόζοντα την αρμόζουσα το αρμόζον
     κλητική αρμόζων
& αρμόζοντα
αρμόζουσα αρμόζον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρμόζοντες οι αρμόζουσες τα αρμόζοντα
      γενική των αρμοζόντων των αρμοζουσών των αρμοζόντων
    αιτιατική τους αρμόζοντες τις αρμόζουσες τα αρμόζοντα
     κλητική αρμόζοντες αρμόζουσες αρμόζοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρμόζων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος αρμόζω

Μετοχή

αρμόζων, -ουσα, -ον

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.