αρμοστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αρμοστικός | η | αρμοστική | το | αρμοστικό |
| γενική | του | αρμοστικού | της | αρμοστικής | του | αρμοστικού |
| αιτιατική | τον | αρμοστικό | την | αρμοστική | το | αρμοστικό |
| κλητική | αρμοστικέ | αρμοστική | αρμοστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αρμοστικοί | οι | αρμοστικές | τα | αρμοστικά |
| γενική | των | αρμοστικών | των | αρμοστικών | των | αρμοστικών |
| αιτιατική | τους | αρμοστικούς | τις | αρμοστικές | τα | αρμοστικά |
| κλητική | αρμοστικοί | αρμοστικές | αρμοστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία el
αρμοστικός < άρμοση + -τ- + -ικός ή αρμοστός + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
- που σχετίζεται με άρμοση, διεπαφή της ή μηχανισμό της
- προσαρμοστικός ώστε να ταιριάζει
- δομοστοιχειωτός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.