διασυνδετικό
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
διασυνδετικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του διασυνδετικός
- που (συν)ενώνει πράγματα μεταξύ τους ή τα φέρνει σε επαφή· πχ για ανταλλαγή πληροφοριών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.