αργάζω

 Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Το λήμμα αυτό χρειάζεται βοήθεια!
Για την ετυμολογία. Ποιες σημασίες συνδέονται με το ὀργάζω και ποιες με το μεσαιωνικό ἀργάζω αρχ. ἐργάζω ή αν και τα δύο συγχρόνως λόγω της σύμπτωσης προφοράς. Sarri.greek 13:47, 6 Μαρτίου 2021 (UTC)
Μήπως μπορείτε να βοηθήσετε; Ευχαριστούμε.


Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αργάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὀργάζω (μαλάσσω, ζυμώνω) με τροπή [o] > [a] από συμπροφορά με μόρια όπως να, θα και ανασυλλαβισμό [na orˈɣazo > narˈɣazo > n arˈɣazo] όπου το [a] υπερισχύει.[1] ( δείτε και τις λέξεις ὀργάω και ὄργον)
Διαφορετική ετυμολογία για τη μεσαιωνική ελληνική ἀργάζω (ασχολούμαι, μηχανεύομαι, κατεργάζομαι δέρματα), τύπο του ἐργάζω[2] με τροπή [e] > [a] από συμπροφορά με ρηματικά μόρια και ανασυλλαβισμό.[3] < αρχαία ελληνική ἐργάζομαι  δείτε ἔργον
Δείτε και ο αργαλειός, το αργαλειό (ἐργαλεῖον)

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾˈɣa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αργάζω

Ρήμα

αργάζω, αόρ.: άργασα, παθ.φωνή: αργάζομαι, π.αόρ.: αργάστηκα, μτχ.π.π.: αργασμένος

  1. (δημοτική) κατεργάζομαι δέρματα
    δεν αργάζεται καλά τούτο το πετσί, πάρε άλλο να φτιάξεις
  2. (δημοτική) δέρνω πολύ, ξυλοκοπώ
    έκφραση: του άργασαν το τομάρι / το πετσί / το κορμί
  3. (δημοτική) σκληραίνω, ροζιάζω
    αργάσανε τα χέρια μου απ' το πολύ σκάψιμο
  4. (δημοτική) άλλες σημασίες[4]
    1. ξεραίνομαι (για χωράφια)
    2. οργώνω
    3. σχεδιάζω κάτι κακό
    4.  δείτε τη μετοχή αργασμένος

Συνώνυμα

  • αργαστός, άργαστος

Παροιμίες

  • άλλ' αργάζει ο βούβαλος κι άλλα ο βουβαλάρης (άλλα σχεδιάζουμε στο νου μας, άλλα συμβαίνουν στην πράξη)
  • αν δεν τ' αργάσεις το πετσί, παπούτσι δεν το κάνεις (αν δεν πάθεις πολλά, δε βάζεις μυαλό)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αργάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ἐργάζω -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  4. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.