άργασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | άργασμα | τα | αργάσματα |
| γενική | του | αργάσματος | των | αργασμάτων |
| αιτιατική | το | άργασμα | τα | αργάσματα |
| κλητική | άργασμα | αργάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈaɾ.ɣa.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άρ‐γα‐σμα
Συγγενικά
- αργασμένος
- → και δείτε τη λέξη αργάζω
Πηγές
- άργασμα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.