απόδημος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απόδημος | η | απόδημη | το | απόδημο |
| γενική | του | απόδημου | της | απόδημης | του | απόδημου |
| αιτιατική | τον | απόδημο | την | απόδημη | το | απόδημο |
| κλητική | απόδημε | απόδημη | απόδημο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απόδημοι | οι | απόδημες | τα | απόδημα |
| γενική | των | απόδημων | των | απόδημων | των | απόδημων |
| αιτιατική | τους | απόδημους | τις | απόδημες | τα | απόδημα |
| κλητική | απόδημοι | απόδημες | απόδημα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απόδημος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόδημος. Συγχρονικά αναλύεται σε από- + δήμ(ος) (ουσιαστικό) + κατάληξη επιθέτων -ος
- και ουσιαστικοποιημένο στον πληθυντικό: «οι απόδημοι»
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈpo.ði.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐δη‐μος
Επίθετο
απόδημος, -η, -ο
- που ζει μακριά από την πατρίδα του/της
- ≈ συνώνυμα: ξενιτεμένος → δείτε και τη λέξη αποδημητής
- ≠ αντώνυμα: επίδημος
Συγγενικά
Πηγές
- απόδημος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- απόδημος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- απόδημος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.