αποδημητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αποδημητής | οι | αποδημητές |
| γενική | του | αποδημητή | των | αποδημητών |
| αιτιατική | τον | αποδημητή | τους | αποδημητές |
| κλητική | αποδημητή | αποδημητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποδημητής < αρχαία ελληνική ἀποδημητής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.