αποδημητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποδημητικός η αποδημητική το αποδημητικό
      γενική του αποδημητικού της αποδημητικής του αποδημητικού
    αιτιατική τον αποδημητικό την αποδημητική το αποδημητικό
     κλητική αποδημητικέ αποδημητική αποδημητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποδημητικοί οι αποδημητικές τα αποδημητικά
      γενική των αποδημητικών των αποδημητικών των αποδημητικών
    αιτιατική τους αποδημητικούς τις αποδημητικές τα αποδημητικά
     κλητική αποδημητικοί αποδημητικές αποδημητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποδημητικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποδημητικός (< ἀπό + δῆμος), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική migratoire[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.ði.mi.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποδημητικός

Επίθετο

αποδημητικός, -ή, -ό

  1. που μετακινείται από τον τόπο του, που μεταναστεύει
     συνώνυμα: διαβατικός, διαβατάρικος
     αντώνυμα: επιδημητικός
  2. (ουσιαστικοποιημένο) αποδημητικά: πουλιά (ή ψάρια) που μεταναστεύουν σε θερμότερους τόπους, για να περάσουν το χειμώνα
     αντώνυμα: επιδημητικά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.