αποδημώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποδημώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποδημῶ, συνηρημένος τύπος του ἀποδημέω < ἀπόδημος < ἀπό + δῆμος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.ðiˈmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐δη‐μώ
- τονικό παρώνυμο: απόδημο
- παρώνυμο: αποδομώ
Ρήμα
αποδημώ, αόρ.: αποδήμησα/(απεδήμησα) (χωρίς παθητική φωνή)
- φεύγω, για να εγκατασταθώ σε μακρινό τόπο ή ξένη χώρα
- ※ Ένα κοπάδι από χρυσαφένιους φοίνικες αποδημούσε από το βλέμμα του. (Φώτης Θαλασσινός, «Κουλτούρες του πένθους, το πέρασμα στη χαρά». Ελευθεροτυπία, 12 Μαρτίου 2011)
- ≈ συνώνυμα: ξενιτεύομαι, μεταναστεύω, ταξιδεύω
- (μεταφορικά) φεύγω από τη ζωή
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποδημάω - αποδημώ | αποδημούσα | θα αποδημάω - αποδημώ | να αποδημάω - αποδημώ | αποδημώντας | |
| β' ενικ. | αποδημάς | αποδημούσες | θα αποδημάς | να αποδημάς | αποδήμα - αποδήμαγε | |
| γ' ενικ. | αποδημάει - αποδημά | αποδημούσε | θα αποδημάει - αποδημά | να αποδημάει - αποδημά | ||
| α' πληθ. | αποδημάμε - αποδημούμε | αποδημούσαμε | θα αποδημάμε - αποδημούμε | να αποδημάμε - αποδημούμε | ||
| β' πληθ. | αποδημάτε | αποδημούσατε | θα αποδημάτε | να αποδημάτε | αποδημάτε | |
| γ' πληθ. | αποδημάν(ε) - αποδημούν(ε) | αποδημούσαν(ε) | θα αποδημάν(ε) - αποδημούν(ε) | να αποδημάν(ε) - αποδημούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποδήμησα | θα αποδημήσω | να αποδημήσω | αποδημήσει | ||
| β' ενικ. | αποδήμησες | θα αποδημήσεις | να αποδημήσεις | αποδήμα - αποδήμησε | ||
| γ' ενικ. | αποδήμησε | θα αποδημήσει | να αποδημήσει | |||
| α' πληθ. | αποδημήσαμε | θα αποδημήσουμε | να αποδημήσουμε | |||
| β' πληθ. | αποδημήσατε | θα αποδημήσετε | να αποδημήσετε | αποδημήστε | ||
| γ' πληθ. | αποδήμησαν αποδημήσαν(ε) |
θα αποδημήσουν(ε) | να αποδημήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποδημήσει | είχα αποδημήσει | θα έχω αποδημήσει | να έχω αποδημήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποδημήσει | είχες αποδημήσει | θα έχεις αποδημήσει | να έχεις αποδημήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποδημήσει | είχε αποδημήσει | θα έχει αποδημήσει | να έχει αποδημήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποδημήσει | είχαμε αποδημήσει | θα έχουμε αποδημήσει | να έχουμε αποδημήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποδημήσει | είχατε αποδημήσει | θα έχετε αποδημήσει | να έχετε αποδημήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποδημήσει | είχαν αποδημήσει | θα έχουν αποδημήσει | να έχουν αποδημήσει |
| |
- Ο αόριστος μπορεί να πάρει εσωτερική αύξηση, οπότε γίνεται απεδήμησα.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.