ξενιτεμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξενιτεμένος η ξενιτεμένη το ξενιτεμένο
      γενική του ξενιτεμένου της ξενιτεμένης του ξενιτεμένου
    αιτιατική τον ξενιτεμένο την ξενιτεμένη το ξενιτεμένο
     κλητική ξενιτεμένε ξενιτεμένη ξενιτεμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξενιτεμένοι οι ξενιτεμένες τα ξενιτεμένα
      γενική των ξενιτεμένων των ξενιτεμένων των ξενιτεμένων
    αιτιατική τους ξενιτεμένους τις ξενιτεμένες τα ξενιτεμένα
     κλητική ξενιτεμένοι ξενιτεμένες ξενιτεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /kse.ni.teˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξενητεμένος

Μετοχή

ξενιτεμένος, -η, -ο (μετοχή παθητικού παρακειμένου)

  • μετοχή παρακειμένου του ρήματος ξενιτεύομαι, ρήμα στην παθητική φωνή
      Ξενιτεμμένο[sic] μου πουλί, και παραπονεμένο, ...
    σου στέλνω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει
    δημοτικό τραγούδι, Θεσσαλία, Arnold Passow, Τραγούδια Ρωμαΐικα, Popularia carmina Graeciae recentioris, Teubneri, 1860, σελ. 247

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη ξενιτεύομαι

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Μετοχή

ξενιτεμένος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.