proof
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɹuːf/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| proof | proofs |
proof (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η απόδειξη
- ↪ There is no proof that he did it.
- Δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι το έκανε.
- ↪ There is no proof of that.
- Δεν υπάρχει απόδειξη για αυτό.
- ↪ There is no proof that he did it.
- έλεγχος, εξέταση, δοκιμή
- τυπογραφικό δοκίμιο
- η ανθεκτικότητα, η μη διαπερατότητα
- βάσανος
- (μη μετρήσιμο) η περιεκτικότητα (οινοπνεύματος), ένα μέτρο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της περιεκτικότητας των αλκοολούχων ποτών
- ↪ Vodka is 70° proof.
- Η βότκα έχει 70° περιεκτικότητα οινοπνεύματος.
- ↪ whisky with under/over proof - ουίσκι με περιεκτικότητα μικρότερη/μεγαλύτερη από το κανονικό
- ↪ Vodka is 70° proof.
Πηγές
- proof (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 684. ISBN 9780194325684., λήμμα: περιεκτικότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.