proof

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /pɹuːf/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
proof proofs

proof (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η απόδειξη
    There is no proof that he did it.
    Δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι το έκανε.
    There is no proof of that.
    Δεν υπάρχει απόδειξη για αυτό.
  2. έλεγχος, εξέταση, δοκιμή
  3. τυπογραφικό δοκίμιο
  4. η ανθεκτικότητα, η μη διαπερατότητα
  5. βάσανος
  6. (μη μετρήσιμο) η περιεκτικότητα (οινοπνεύματος), ένα μέτρο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της περιεκτικότητας των αλκοολούχων ποτών
    Vodka is 70° proof.
    Η βότκα έχει 70° περιεκτικότητα οινοπνεύματος.
    whisky with under/over proof - ουίσκι με περιεκτικότητα μικρότερη/μεγαλύτερη από το κανονικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.