αποδείξεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αποδείξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποδεικνύω
  2. θα αποδείξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποδεικνύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αποδείξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απόδειξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.