evidence
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
- η απόδειξη, τα αποδεικτικά στοιχεία που με κάνουν να πιστεύω ότι κάτι είναι αλήθεια
- ↪ I have evidence he’s cheating on me.
- Έχω αποδείξεις πως με απατά.
- ↪ He has given me much evidence of his love.
- Μου έχει δώσει πολλές αποδείξεις για την αγάπη του.
- ↪ They overtly or covertly use the fiction they create and pass it off as historical evidence.
- Χρησιμοποιούν ανοιχτά ή συγκαλυμμένα τη μυθοπλασία και την πλασάρουν ως ιστορική απόδειξη.
- ↪ I have evidence he’s cheating on me.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.