συλλογιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συλλογιστικός | η | συλλογιστική | το | συλλογιστικό |
| γενική | του | συλλογιστικού | της | συλλογιστικής | του | συλλογιστικού |
| αιτιατική | τον | συλλογιστικό | τη | συλλογιστική | το | συλλογιστικό |
| κλητική | συλλογιστικέ | συλλογιστική | συλλογιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συλλογιστικοί | οι | συλλογιστικές | τα | συλλογιστικά |
| γενική | των | συλλογιστικών | των | συλλογιστικών | των | συλλογιστικών |
| αιτιατική | τους | συλλογιστικούς | τις | συλλογιστικές | τα | συλλογιστικά |
| κλητική | συλλογιστικοί | συλλογιστικές | συλλογιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συλλογιστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
συλλογιστικός
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
συλλογιστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.