αληθεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αληθεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀληθεύω[1] Δείτε και τη μεσαιωνική ελληνική ἀληθεύω / ἀληθεύγω.

Προφορά

ΔΦΑ : /a.liˈθe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αληθεύω

Ρήμα

αληθεύω, αόρ.: αλήθεψα (χωρίς παθητική φωνή) (σπάνια: αληθεύομαι)

  1. ισχύω, συμπίπτω με την αλήθεια
  2. (συνήθως στο γ' πρόσωπο, απρόσωπο)  δείτε τη λέξη αληθεύει
  3.  δείτε και τον σπάνιο παθητικό τύπο αληθεύομαι (αποδείχνομαι αληθινός) [2]

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.