απόγιομα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόγιομα τα απογιόματα
      γενική του απογιόματος των απογιομάτων
    αιτιατική το απόγιομα τα απογιόματα
     κλητική απόγιομα απογιόματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απόγιομα < μεσαιωνική ελληνική απόγιομα / απόγιομαν < από + γεύμα

Ουσιαστικό

απόγιομα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.