απόγιομα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | απόγιομα | τα | απογιόματα |
| γενική | του | απογιόματος | των | απογιομάτων |
| αιτιατική | το | απόγιομα | τα | απογιόματα |
| κλητική | απόγιομα | απογιόματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απόγιομα < μεσαιωνική ελληνική απόγιομα / απόγιομαν < από + γεύμα
Μεταφράσεις
απόγιομα
|
→ δείτε τη λέξη απόγευμα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.