γεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γεύομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γεύομαι (σήμαινε τρώγω, μεταγενέστερος τύπος του γεύω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈʝe.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γεύ‐ο‐μαι
Ρήμα
γεύομαι, πρτ.: γευόμουν, στ.μέλλ.: θα γευτώ, αόρ.: γεύτηκα (αποθετικό ρήμα) και γεύω[1]
- νιώθω τη γεύση ενός φαγητού ή ποτού που δοκιμάζω
- δοκιμάζω μια απολαυστική εμπειρία, απολαμβάνω
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
γευ-
γευ-
- αγευσία, αγευσιά
- αγευστία
- άγευστος
- άγευτος
- απογεύομαι
- απόγευση, απόγεψη
- επίγευση
- εύγευστος
- γεύμα & συγγενικά
- γευματίζω
- γεύση
- γευσιγνωσία
- γευσιγνώστης, γευσιγνώστρια
- γευστικά (επίρρημα)
- γευστικός
- γευστικότητα (γευστικότης)
- γευστικώς (επίρρημα)
- γευστολογία
- γευστός
- γευτικός
- γέψη
- δριμύγευστος
- ηδύγευστος
- οινογεύστης
- πικρόγευστος
- προγεύομαι
- πρόγευση, πρόγεψη
- πρωτογεύομαι
- υπογευστία
- υπεργευσία
Αναφορές
- "γεύω" - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πηγές
- γεύομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.