απογευματινός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απογευματινός | η | απογευματινή | το | απογευματινό |
| γενική | του | απογευματινού | της | απογευματινής | του | απογευματινού |
| αιτιατική | τον | απογευματινό | την | απογευματινή | το | απογευματινό |
| κλητική | απογευματινέ | απογευματινή | απογευματινό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απογευματινοί | οι | απογευματινές | τα | απογευματινά |
| γενική | των | απογευματινών | των | απογευματινών | των | απογευματινών |
| αιτιατική | τους | απογευματινούς | τις | απογευματινές | τα | απογευματινά |
| κλητική | απογευματινοί | απογευματινές | απογευματινά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απογευματινός < απόγευμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.