γεύω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γεύω < θεωρείται ότι η ρίζα του γευσ είναι συγγενής με του λατινικού gustare και με του σανσκριτικού gush

Ρήμα

γεύω (μέσο: γεύομαι, μεταγενέστερο, σήμαινε τρώγω)

  1. παρέχω γεύση
  2. αισθάνομαι γεύση, δοκιμάζω

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.