tarde

Ισπανικά (es)

Ουσιαστικό

tarde (es)



Λατινικά (la)

Επίρρημα

tarde (la)



Πορτογαλικά (pt)

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
tarde tardes

tarde (pt) θηλυκό

Εκφράσεις

  • boa tarde! - καλό απόγευμα!
  • de tarde - το απόγευμα, το βράδυ / κατά τη διάρκεια του απογεύματος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.