αποψίλωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποψίλωση | οι | αποψιλώσεις |
| γενική | της | αποψίλωσης* | των | αποψιλώσεων |
| αιτιατική | την | αποψίλωση | τις | αποψιλώσεις |
| κλητική | αποψίλωση | αποψιλώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποψιλώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποψίλωση < (ελληνιστική κοινή) ἀποψίλωσις < αρχαία ελληνική ἀποψιλόω/ἀποψιλῶ < ἀπό + ψιλός
Ουσιαστικό
αποψίλωση θηλυκό
- το κόψιμο, το κάψιμο και γενικότερα η αφαίρεση ή η αραίωση των δέντρων ή της βλάστησης μιας περιοχής
- ≈ συνώνυμα: απερήμωση, απογύμνωση, αποδάσωση, αποδένδρωση, αποφαλάκρωση, αποχέρσωση, εκδάσωση, ερήμωση, (αργκό) τσάπινγκ, υλοτόμηση
- ≠ αντώνυμα: αναδάσωση, δάσωση, δενδροφύτευση
- αποτρίχωση
- (μεταφορικά) η αφαίρεση απογύμνωση ή η απώλεια δικαιωμάτων ή αρμοδιοτήτων
Σημειώσεις
- η λέξη λανθασμένα ανεφέρεται ενίοτε ως *αποψύλωση (sic)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αποψίλωση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.