απερήμωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απερήμωση οι απερημώσεις
      γενική της απερήμωσης* των απερημώσεων
    αιτιατική την απερήμωση τις απερημώσεις
     κλητική απερήμωση απερημώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απερημώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απερήμωση < απο- + ερήμωση

Ουσιαστικό

απερήμωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.