αποψιλωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποψιλωτικός | η | αποψιλωτική | το | αποψιλωτικό |
| γενική | του | αποψιλωτικού | της | αποψιλωτικής | του | αποψιλωτικού |
| αιτιατική | τον | αποψιλωτικό | την | αποψιλωτική | το | αποψιλωτικό |
| κλητική | αποψιλωτικέ | αποψιλωτική | αποψιλωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποψιλωτικοί | οι | αποψιλωτικές | τα | αποψιλωτικά |
| γενική | των | αποψιλωτικών | των | αποψιλωτικών | των | αποψιλωτικών |
| αιτιατική | τους | αποψιλωτικούς | τις | αποψιλωτικές | τα | αποψιλωτικά |
| κλητική | αποψιλωτικοί | αποψιλωτικές | αποψιλωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αποψιλωτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση ή αναφέρεται στην αποψίλωση των περιοχών από δάση
- σχετικός με την αποψίλωση με την έννοια της αποτρίχωσης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.