ἀποψίλωσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀποψίλωσῐς αἱ ἀποψιλώσεις
      γενική τῆς ἀποψιλώσεως τῶν ἀποψιλώσεων
      δοτική τῇ ἀποψιλώσει ταῖς ἀποψιλώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀποψίλωσῐν τὰς ἀποψιλώσεις
     κλητική ! ἀποψίλωσῐ ἀποψιλώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀποψιλώσει
γεν-δοτ τοῖν  ἀποψιλωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀποψίλωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀποψιλόω / ἀποψιλῶ + -σις (-ωσις). Μορφολογικά αναλύεται σε ἀπο- + ψίλωσις < ψιλός.

Ουσιαστικό

ἀποψίλωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. το κλάδεμα
  2. η αποψίλωση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.