τσάπινγκ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τσάπινγκ < τσάπα + -ινγκ (< αγγλική κατάληξη -ing)

Ουσιαστικό

τσάπινγκ ουδέτερο άκλιτο

  • (στρατιωτική αργκό) η αποψίλωση (καθαρισμός) μίας περιοχής από χόρτα
    Λοιπόν, μάγκες, ετοιμαστείτε για τσάπινγκ!
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.