αποδένδρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποδένδρωση οι αποδενδρώσεις
      γενική της αποδένδρωσης* των αποδενδρώσεων
    αιτιατική την αποδένδρωση τις αποδενδρώσεις
     κλητική αποδένδρωση αποδενδρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποδενδρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποδένδρωση < απο- + δένδρο + -ωση

Ουσιαστικό

αποδένδρωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.