αποψιλώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποψιλώνω < αρχαία ελληνική ἀποψιλόω/ἀποψιλῶ
Ρήμα
αποψιλώνω
- κόβω, καίω, αφαιρώ ή αραιώνω τα δέντρα ή τη βλάστηση μιας περιοχής
- αποτριχώνω
- (μεταφορικά) αφαιρώ δικαιώματα ή αρμοδιότητες
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποψιλώνω | αποψίλωνα | θα αποψιλώνω | να αποψιλώνω | αποψιλώνοντας | |
| β' ενικ. | αποψιλώνεις | αποψίλωνες | θα αποψιλώνεις | να αποψιλώνεις | αποψίλωνε | |
| γ' ενικ. | αποψιλώνει | αποψίλωνε | θα αποψιλώνει | να αποψιλώνει | ||
| α' πληθ. | αποψιλώνουμε | αποψιλώναμε | θα αποψιλώνουμε | να αποψιλώνουμε | ||
| β' πληθ. | αποψιλώνετε | αποψιλώνατε | θα αποψιλώνετε | να αποψιλώνετε | αποψιλώνετε | |
| γ' πληθ. | αποψιλώνουν(ε) | αποψίλωναν αποψιλώναν(ε) |
θα αποψιλώνουν(ε) | να αποψιλώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποψίλωσα | θα αποψιλώσω | να αποψιλώσω | αποψιλώσει | ||
| β' ενικ. | αποψίλωσες | θα αποψιλώσεις | να αποψιλώσεις | αποψίλωσε | ||
| γ' ενικ. | αποψίλωσε | θα αποψιλώσει | να αποψιλώσει | |||
| α' πληθ. | αποψιλώσαμε | θα αποψιλώσουμε | να αποψιλώσουμε | |||
| β' πληθ. | αποψιλώσατε | θα αποψιλώσετε | να αποψιλώσετε | αποψιλώστε | ||
| γ' πληθ. | αποψίλωσαν αποψιλώσαν(ε) |
θα αποψιλώσουν(ε) | να αποψιλώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποψιλώσει | είχα αποψιλώσει | θα έχω αποψιλώσει | να έχω αποψιλώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποψιλώσει | είχες αποψιλώσει | θα έχεις αποψιλώσει | να έχεις αποψιλώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποψιλώσει | είχε αποψιλώσει | θα έχει αποψιλώσει | να έχει αποψιλώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποψιλώσει | είχαμε αποψιλώσει | θα έχουμε αποψιλώσει | να έχουμε αποψιλώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποψιλώσει | είχατε αποψιλώσει | θα έχετε αποψιλώσει | να έχετε αποψιλώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποψιλώσει | είχαν αποψιλώσει | θα έχουν αποψιλώσει | να έχουν αποψιλώσει |
| |
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.