αποτύπωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αποτύπωμα | τα | αποτυπώματα |
| γενική | του | αποτυπώματος | των | αποτυπωμάτων |
| αιτιατική | το | αποτύπωμα | τα | αποτυπώματα |
| κλητική | αποτύπωμα | αποτυπώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποτύπωμα < αρχαία ελληνική ἀποτύπωμα (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική empreinte)
Ουσιαστικό
αποτύπωμα ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.