impress

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
impress impresses

impress (en)

Ρήμα

ενεστώτας impress
γ΄ ενικό ενεστώτα impresses
αόριστος impressed
παθητική μετοχή impressed
ενεργητική μετοχή impressing

impress (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) εντυπωσιάζω, μου κάνει εντύπωση, θαυμάζω κάποιον ή κάτι
    He tried to impress me with his knowledge.
    Προσπάθησε να με εντυπωσιάσει με τις γνώσεις του.
  2. (μεταβατικό, επίσημο) εντυπώνω, έχει μεγάλη επίδραση σε κάτι, ειδικά στο μυαλό, τη φαντασία κάποιου, κτλ.
    It impresses on us a truer realization of the events.
    Αυτό μας εντυπώνει μια πιο αληθινή πραγμάτωση των γεγονότων.

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.