αποτυπώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποτυπώνω < (ελληνιστική κοινή) ἀποτυπόω / ἀποτυπῶ
Ρήμα
αποτυπώνω (παθητική φωνή: αποτυπώνομαι)
- τυπώνω, εκτυπώνω
- σχηματίζω το περίγραμμα ενός αντικειμένου πάνω σε μία επιφάνεια
- (κατ’ επέκταση) καταγράφω
- (μεταφορικά) εκφράζω κάποια πράγματα με ακρίβεια και παραστατικότητα
- εντυπώνω
Συγγενικά
- αποτύπωμα
- αποτυπωμένος
- αποτύπωση
- αποτυπωτικός
- → δείτε τις λέξεις από, τυπώνω και τύπος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποτυπώνω | αποτύπωνα | θα αποτυπώνω | να αποτυπώνω | αποτυπώνοντας | |
| β' ενικ. | αποτυπώνεις | αποτύπωνες | θα αποτυπώνεις | να αποτυπώνεις | αποτύπωνε | |
| γ' ενικ. | αποτυπώνει | αποτύπωνε | θα αποτυπώνει | να αποτυπώνει | ||
| α' πληθ. | αποτυπώνουμε | αποτυπώναμε | θα αποτυπώνουμε | να αποτυπώνουμε | ||
| β' πληθ. | αποτυπώνετε | αποτυπώνατε | θα αποτυπώνετε | να αποτυπώνετε | αποτυπώνετε | |
| γ' πληθ. | αποτυπώνουν(ε) | αποτύπωναν αποτυπώναν(ε) |
θα αποτυπώνουν(ε) | να αποτυπώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποτύπωσα | θα αποτυπώσω | να αποτυπώσω | αποτυπώσει | ||
| β' ενικ. | αποτύπωσες | θα αποτυπώσεις | να αποτυπώσεις | αποτύπωσε | ||
| γ' ενικ. | αποτύπωσε | θα αποτυπώσει | να αποτυπώσει | |||
| α' πληθ. | αποτυπώσαμε | θα αποτυπώσουμε | να αποτυπώσουμε | |||
| β' πληθ. | αποτυπώσατε | θα αποτυπώσετε | να αποτυπώσετε | αποτυπώστε | ||
| γ' πληθ. | αποτύπωσαν αποτυπώσαν(ε) |
θα αποτυπώσουν(ε) | να αποτυπώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποτυπώσει | είχα αποτυπώσει | θα έχω αποτυπώσει | να έχω αποτυπώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποτυπώσει | είχες αποτυπώσει | θα έχεις αποτυπώσει | να έχεις αποτυπώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποτυπώσει | είχε αποτυπώσει | θα έχει αποτυπώσει | να έχει αποτυπώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποτυπώσει | είχαμε αποτυπώσει | θα έχουμε αποτυπώσει | να έχουμε αποτυπώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποτυπώσει | είχατε αποτυπώσει | θα έχετε αποτυπώσει | να έχετε αποτυπώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποτυπώσει | είχαν αποτυπώσει | θα έχουν αποτυπώσει | να έχουν αποτυπώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.