αποστέλλομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποστέλλομαι < παθητική φωνή του ρήματος αποστέλλω

Ρήμα

  1. (για πρόσωπο ή πράγμα) με στέλνουν από ένα μέρος σε άλλο
    η επιταγή αποστέλλεται συστημένη
    Πότε αποστάλθηκε το δέμα; Κοίτα την ημερομηνία αποστολής.
    εσείς υποβάλατε την αίτηση πέρσι στη Νομαρχία, αλλά το θέμα είναι πότε απεστάλη το σχετικό αίτημα σε εμάς

Σημειώσεις

  • Στους περισσότερους χρόνους χρησιμοποιείται συχνότερα κυρίως το τρίτο πρόσωπο.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.