αποστέλλομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποστέλλομαι < παθητική φωνή του ρήματος αποστέλλω
Ρήμα
- (για πρόσωπο ή πράγμα) με στέλνουν από ένα μέρος σε άλλο
- η επιταγή αποστέλλεται συστημένη
- Πότε αποστάλθηκε το δέμα; Κοίτα την ημερομηνία αποστολής.
- εσείς υποβάλατε την αίτηση πέρσι στη Νομαρχία, αλλά το θέμα είναι πότε απεστάλη το σχετικό αίτημα σε εμάς
Σημειώσεις
- Στους περισσότερους χρόνους χρησιμοποιείται συχνότερα κυρίως το τρίτο πρόσωπο.
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.