ΕΛΤΑ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ΕΛΤΑ < ΕΛληνικά ΤΑχυδρομεία

Προφορά

ΔΦΑ : /elˈta/

Συντομομορφή

ΕΛΤΑ ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο ακρωνύμιο (προφέρεται ελτά)

  • ελληνική δημόσια επιχείρηση που παρέχει ταχυδρομικές και ταχυ-μεταφορικές υπηρεσίες

  • ΕΛ.ΤΑ. (ασυνήθιστο)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.