expédition
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| expédition | expéditions |
expédition (fr) θηλυκό
- η αποστολή (ενός πράγματος ταχυδρομικώς, αεροπορικώς κλπ)
- η αποστολή (με σκοπό ιατρικό, εμπορικό, αθλητικό κλπ)
- η εκστρατεία
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.