εισροή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εισροή οι εισροές
      γενική της εισροής των εισροών
    αιτιατική την εισροή τις εισροές
     κλητική εισροή εισροές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εισροή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εἰσροή < αρχαία ελληνική εἰσρέω < εἰς + ῥέω (>ῥοή). Συγχρονικά αναλύεται σε εισ- + ροή

Προφορά

ΔΦΑ : /is.ɾoˈi/ [1]
ΔΦΑ : /iz.ɾoˈi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εισροή

Ουσιαστικό

εισροή θηλυκό

  1. η ροή νερού ή άλλου υγρού προς τα μέσα
      Το καταδυτικό, το οποίο εξακολουθεί να παρουσιάζει ελεγχόμενη εισροή υδάτων που αντιμετωπίζεται με ίδια απαντλητικά μέσα, τελεί υπό απαγόρευση απόπλου. (* Εφημερίδα των συντακτών)
  2. (μεταφορικά, οικονομία) η εισαγωγή διαφόρων αγαθών ή χρήματος από διάφορες χώρες προς μία άλλη
      Η Ισλανδία εξασφαλίζει εισροή ξένου συναλλάγματος από την αλιεία και την αύξηση της τουριστικής κίνησης. (* enet.gr)

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις ροή, εις και ρέω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.