drainage

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

drainage < drain + -age

Ουσιαστικό

drainage (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η αποστράγγιση, η αποχέτευση, η διαδικασία με την οποία το νερό ή τα λύματα αποστραγγίζονται από μια περιοχή
    a drainage ditch - τάφρος αποστράγγισης
    The drainage of rainwater is carried out with underground pipes.
    Η αποχέτευση των νερών της βροχής γίνεται με υπόγειους αγωγούς.
  2. η αποχέτευση, ένα σύστημα σωλήνων για αποχέτευση
    The drainage is clogged.
    Έχει μπλοκάρει η αποχέτευση.

Συγγενικά

Πηγές



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
drainage drainages

Ουσιαστικό

drainage (fr) αρσενικό

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη drainer
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.