drainage
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- drainage < drain + -age
Ουσιαστικό
- η αποστράγγιση, η αποχέτευση, η διαδικασία με την οποία το νερό ή τα λύματα αποστραγγίζονται από μια περιοχή
- ↪ a drainage ditch - τάφρος αποστράγγισης
- ↪ The drainage of rainwater is carried out with underground pipes.
- Η αποχέτευση των νερών της βροχής γίνεται με υπόγειους αγωγούς.
- η αποχέτευση, ένα σύστημα σωλήνων για αποχέτευση
- ↪ The drainage is clogged.
- Έχει μπλοκάρει η αποχέτευση.
- ↪ The drainage is clogged.
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.